συλλείτουργο(ν)

συλλείτουργο(ν)
το церк, сослужение в обедне, литургии

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συλλείτουργο(ν)" в других словарях:

  • συλλείτουργο — το, Ν [συλλειτουργώ] επιμνημόσυνη λειτουργία που τελείται από πολλούς ιερείς μαζί …   Dictionary of Greek

  • συλλείτουργο — το λειτουργία που τελείται από δύο ή περισσότερους ιερείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προεξάρχω — ΝΜΑ 1. κατέχω την πρώτη θέση, προηγούμαι, είμαι επικεφαλής, πρωτοστατώ (α. «συνοδικό συλλείτουργο προεξάρχοντος τού Αρχιεπισκόπου» β. «ὁ προεξάρχων τής ποίμνης» γ. «ο προεξάρχων τού χορού») 2. αρχίζω πρώτος, κάνω πρώτος την αρχή. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»